- αστραποβόλος
- -α, -οο αστραφτερός, εκείνος που εκπέμπει αστραπές.[ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + -βόλος < βάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστραποβόλος — α, ο αυτός που βγάζει αστραπές: Του ριξε μια αστραποβόλα ματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
αστραποβολώ — ( άω) [αστραποβόλος] 1. εκπέμπω αστραπές 2. λάμπω, ακτινοβολώ … Dictionary of Greek